O φιλότεχνος «Φαντομάς» της Πινακοθήκης:Το πάθος για τον Πικάσο, τα ταξίδια και ο κλέφτης-«πρότυπο»

Διπλή ζωή φαίνεται πως ζούσε ο ελαιοχρωματιστής-διαρρήκτης της Εθνικής Πινακοθήκης, ο οποίος επί εννέα χρόνια κατάφερε να διαφεύγει των Αρχών, παρότι είχε διαπράξει αυτό που τις τελευταίες ημέρες ονομάζεται «ληστεία του αιώνα».

Η κλοπή των δύο διάσημων πινάκων του Πικάσο και του Μοντριάν, η οποία εκτός από ότι προκάλεσε και το διεθνές ενδιαφέρον, ανέδειξε και τις ελλείψεις στη φύλαξη πολύτιμων έργων τέχνης, είχε χθες ευτυχή κατάληξη: οι δύο πίνακες – εθνική περιουσία επέστρεψαν στον νόμιμο κάτοχό τους, την Εθνική Πινακοθήκη και ο 49χρονος καθ’ ομολογίαν διαρρήκτης βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες του νόμου.

Ωστόσο, παρά τις ανακοινώσεις της Ελληνικής Αστυνομίας, παρουσία των υπουργών Χρυσοχοϊδη – Μενδώνη, πολλά είναι τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα.

Έδρασε όντως μόνος του;

Σύμφωνα με τα όσα είπε στους αστυνομικούς, ήταν τέτοια η εμμονή του με την τέχνη που έμεινε κρυμμένος για πάνω από 5 ώρες ανάμεσα σε μια γυψοσανίδα και την μπαλκονόπορτα της Εθνικής Πινακοθήκης ενεργοποιώντας διαρκώς τον συναγερμό με σκοπό να «ξεγελάσει» τον φρουρό τα ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου του 2012.

«Το έργο τέχνης είναι (η) πολλές φορές απελπιστική προσπάθεια, να ταιριάξουμε ελαφρώς τα συναισθήματά μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει σε ένα έργο οποιουδήποτε είδους» φέρεται να είχε γράψει ο ίδιος σε λογαριασμό του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

Σύμφωνα με τον συνήγορό του, Σάκη Κεχαγιόγλου, ο 49χρονος έδρασε μόνος του «από αγάπη για την τέχνη». «Μου είπε ότι δεν είχε συνεργούς. Είναι βέβαια περίεργος αυτός ο τρόπος αγάπης του εντολέα μου, αλλά αυτή την εξήγηση μου έδωσε χθες στη ΓΑΔΑ. Είναι ένας λάτρης της τέχνης, δεν είναι συλλέκτης, ήθελε να πάρει αυτά τα έργα για να τα απολαμβάνει ο ίδιος».

Ο ιδιωτικός ερευνητής Γιώργος Τσούκαλης, πάντως, μιλώντας στο Mega την Τετάρτη το πρωί διερωτήθηκε πώς ο δράστης είχε την τεχνογνωσία για να απενεργοποιήσει τον συναγερμό στην Εθνική Πινακοθήκη. «Είχαμε την πληροφορία από τον μάρτυρα ότι υπήρχε συνεργός. Η κυρία ανάκριση θα αναδείξει πολλές λεπτομέρειες», πρόσθεσε.

Τι ήθελε να κάνει με τους πίνακες;

Ο 49χρονος άνδρας δήλωσε πως επί εννέα χρόνια έκρυβε τους πίνακες πρώτα σε σπίτι της οικογένειας του στον Περισσό, σε μια ειδική κρύπτη στο μπάνιο, και στη συνέχεια, σε μια ρεματιά στην Κερατέα, όπου και εντοπίστηκαν.

Επί έξι μήνες προετοίμαζε την κλοπή και για εννέα χρόνια έκρυβε τους πίνακες του Πικάσο και του Μοντριάν τους οποίους δεν σκόπευε να πουλήσει, όπως ισχυρίστηκε.

Μάλιστα πήγαινε σχεδόν καθημερινά στο παλιό κτήριο της Εθνικής Πινακοθήκης, άλλες φορές κάνοντας τον επισκέπτη και άλλες φορές έστηνε καρτέρι έξω από το κτήριο και παρακολουθούσε τις κινήσεις των ιδιωτικών αστυνομικών ακόμη και στο διάλειμμά τους.

Ωστόσο, το σενάριο αυτό «μπάζει» λόγω πληροφοριών για επαφές με Άραβες. Το σενάριο ο 49χρονος να περίμενε να περάσει μια δεκαετία από την κλοπή για να ξεχαστεί το θέμα και εν συνεχεία, δηλαδή τώρα, να προσπαθήσει να τον πουλήσει στο εξωτερικό, είναι υπαρκτό.

Τι απέγινε το τρίτο έργο;

Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι το τρίτο έργο που αφαίρεσε, την θρησκευτική απεικόνιση του Γουλιέλμο Κάτσια, το «τσαλάκωσε» την ώρα που προσπαθούσε να το βάλει στο σάκο του. Υποστηρίζει ότι το ξεφορτώθηκε το βράδυ της κλοπής, κάνοντας το κομμάτια και πετώντας το στην τουαλέτα. Όχι και μεγάλη επιτυχία, για έναν εραστή, όπως αυτοπροσδιορίζεται, της τέχνης.

Πώς δικαιολογείται η πολυτελής ζωή;

Ο 49χρονος που στο παρελθόν είχε εργαστεί ως ελαιοχρωματιστής (και είχε βασικές γνώσεις οικοδομής κάτι το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του τον βοήθησε στο να κατανοήσει το χώρο και να δράσει καλύτερα στην κλοπή… του αιώνα) τα τελευταία 15 χρόνια μοίραζε τη ζωή του μεταξύ Αγγλίας, Ολλανδίας και Ελλάδας με τη σύντροφό του.

Το σπίτι στο οποίο και συνελήφθη, καθώς η αστυνομία που τον παρακολουθούσε είχε την πληροφορία ότι τις επόμενες ημέρες θα έφευγε για Άμστερνταμ, ανήκει στο θείο του και φέρεται να ζει εκεί, περιστασιακά, καθώς μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στις τρεις χώρες, με την σύντροφό του.

Να σημειωθεί ότι στα social media και συγκεκριμένα στο Twitter, ο 49χρονος διατηρούσε λογαριασμό με το όνομα Artfreak (ο λογαριασμός έχει διαγραφεί), και ήταν ιδιαίτερα ενεργός χρήστης, κάνοντας αναρτήσεις και αναδημοσιεύσεις από μεγάλα μουσεία τέχνης, ενώ είχε πρόσβαση σε κύκλους εικαστικών.

Συχνά μάλιστα ανέβαζε φωτογραφίες από τα ταξίδια του σε Λονδίνο, Άμστερνταμ, Βερολίνο και Ντουμπάι ενώ δήλωνε φανατικός θαυμαστής του Πικάσο

Το 2015 προανήγγειλε ότι θα πήγαινε στο Παρίσι: «Σύντομα θα πάω στο MuseePicasso στο Παρίσι», έγραφε τον Ιανουάριο εκείνου του έτους.

Επίσης, δύο χρόνια μετά την κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη, το 2014, ο 49χρονος είχε αναρτήσει φωτογραφίες από έργα του Ολλανδού Πιετ Μοντριάν -έργο του οποίου είχε επίσης αφαιρέσει- με το σχόλιο: «Είχε πάθος, ε; Σχετικά με τους μύλους της χώρας του».

Ο συγκεκριμένος λογαριασμός έχει διαγραφεί πλέον.

Επαναλαμβάνεται η ιστορία;

Όποιος γνωρίζει τα της κλοπής του διασημότερου έργου ζωγραφικής στον κόσμο, της «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, το 1911, από το μουσείο του Λούβρου, θα παρατηρήσει μια πολύ σημαντική ομοιότητα με αυτήν της κλοπής στην Εθνική Πινακοθήκη.

Ο Βιντσέντζο Περούτζα, ξυλουργός στο επάγγελμα, [ενώ κατά άλλους ελαιοχρωματιστής (!)] ήταν αυτός που έκλεψε τον πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Είχε κρυφτεί σε ντουλάπιτου μουσείου του Λούβρου το προηγούμενο βράδυ και το πρωί της 21ης Αυγούστου του 1911 απέσπασε το αριστούργημα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι από την κορνίζα του, το έβαλε κάτω από το παλτό του, βγήκε από τις πλαϊνές εξόδους του μουσείου και χάθηκε μέσα στο πλήθος της οδού Ριβολί.

Σημειώνεται ότι οι πίνακες του Μοντριάν και του Πικάσο βρέθηκαν εκτός κορνίζας, ενώ ο 49χρονος δήλωσε ότι δεν… θυμάται πώς τις έβγαλε

Ο πίνακας κρύφτηκε αρχικά πίσω από μια στοίβα καυσόξυλων, για να πάρει για τα επόμενα δυόμισι χρόνια τη θέση του στο διπλό πάτο ενός μπαούλου, μέσα στο μικρό δωματιάκι που νοίκιαζε ο Βιντσέντζο στην ιταλική παροικία του Παρισιού.

Όπως ακριβώς δηλαδή και ο 49χρονος ελαιοχρωματιστής που έκλεψε τα δύο έργα από την Εθνική Πινακοθήκη. Αυτός έκρυψε τα έργα σε κρύπτη στο μπάνιο του σπιτιού και μόνο όταν διέρρευσε ότι η αστυνομία ήταν κοντά στα ίχνη του τα έκρυψε σε ρεματιά της Κερατέας.

Η απουσία της «Μόνα Λίζα» έγινε αντιληπτή μετά από περίπου 24 ώρες. Η άδεια κορνίζα είχε βρεθεί πεταμένη πίσω από μια σκάλα, ενώ όλη την περιοχή έψαχναν δεκάδες επιθεωρητές κι αστυνομικοί.

Για τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, όπως συνέβη και στην περίπτωση του 49χρονου ελαιοχρωματιστή, παρότι οι κλέφτες επικηρύχτηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες. Η Τζοκόντα είχε κάνει φτερά και πολύς κόσμος πίστευε ότι είχε καταστραφεί. Η κατάσταση άλλαξε άρδην στις 29 Νοεμβρίου 1913, όταν ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή.

Ο Τζέρι έκλεισε ραντεβού στον Βιτσέντζο στις 10 Δεκεμβρίου στην γκαλερί του στη Φλωρεντία. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης της πόλης «Ουφίτσι», που δεν πολυπίστεψε αυτή την ιστορία. Την επομένη ο Βιτσέντζο οδήγησε τους δύο άνδρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του «Τρίπολι-Ιτάλια». Με αποφασιστικές κινήσεις άνοιξε ένα μπαούλο και από ένα κρυφό πάτο τους φανέρωσε τον διάσημο πίνακα. Οι δύο άνδρες έδειξαν συγκρατημένη έκπληξη, καθώς γνώριζαν ότι κυκλοφορούν δεκάδες πλαστές Τζοκόντες. Για καλό και για κακό είχαν ειδοποιήσει τους Καραμπινιέρους, οι οποίοι συνέλαβαν τον Βιτσέντσο.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του Λεονάρντο Βιτσέντζο ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια. Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.) και βγήκε σαν κύριος από το Μουσείο. Το κρησφύγετό του ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο από το Λούβρο.

Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και στις 31 Δεκεμβρίου 1913 ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου – Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.

πηγή άρθρου και φωτογραφίας: https://www.cnn.gr