Η Αριστερά είναι μακριά από εκτοξευτήρες λάσπης αυτόκλητων παρατρεχάμενων

Εντείνονται οι αντιδράσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ για τις αναρτήσεις Βαξεβάνη στα social media, όπου -με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη- αφήνει αισχρά υπονοούμενα για τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.

Μετά τον διευθυντή της «Αυγής» Αγγελο Τσέκερη, ο οποίος έκανε λόγο για «εμετικό κιτρινισμό και Μακελειό», ήρθε η σειρά του μέλους του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Νίκου Μπίστη.

Σε ανάρτησή του στο facebook, o Ν. Μπίστης αναπαράγει τη δημοσίευση του Αγγελου Τσέκερη, λέγοντας πως αντέδρασε σωστά.

«Θα δυσαρεστήσει αρκετούς που θεωρούν ότι τα πάντα επιτρέπονται στον αντιδεξιό αγώνα, αλλά θα ικανοποιήσει πολλούς που έχουν μάθει αλλιώς», γράφει ο Μπίστης, για να προσθέσει με νόημα: «Θα ικανοποιήσει πολλούς που έχουν μάθει αλλιώς. Και θέλουν την Αριστερά μαχόμενη με επιχειρήματα και μακριά από τους εκτοξευτήρες λάσπης. Ιδίως από εκείνους τους εκτοξευτήρες που εμφανίζονται με φίλιο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να αποξενώνουν από την Αριστερά πολίτες για τους οποίους τα θέματα ύφους και ήθους είναι ταυτοτικά της παράταξής τους».

Για να καταλήξει ο Ν. Μπίστης: «Από τη συνέχιση της κομματικής αντιπαράθεσης σε ηθικολογική βάση και με υπόστρωμα χυδαιότητας -ακόμα και αν γίνεται από αυτόκλητους παρατρεχάμενους- θα ενισχυθεί το υπάρχον ρεύμα πολιτικού κυνισμού, η διαδεδομένη αντίληψη ότι όλοι ίδιοι είναι. Αυτό θα είναι πλήγμα για τη δημοκρατία και ήττα για την Αριστερά. Δεν είναι το δικό μας γήπεδο. Δεν το αντέχουμε».

Δείτε την ανάρτηση του Νίκου Μπίστη

Ο κίνδυνος από τον πολιτικό κυνισμό, από το όλοι ίδιοι είναι.
«Η τάση κάποιων στα σόσιαλ να κολλήσουν παιδεραστία στον Μητσοτάκη από το τίποτα, είναι εμετικός κιτρινισμός και Μακελειό. Δεν γίνεται πολιτική εκτοξεύοντας ξερατά στον αντίπαλο. Πρώτα πρώτα γιατί είναι μια πρακτική που ποτέ δεν κερδίζει. Αλλά, κυρίως, γιατί δεν την αντέχουμε εμείς οι ίδιοι».

Ο διευθυντής της «Αυγής» Άγγελος Τσέκερης αυτή τη φορά ήταν προσεκτικός και αντέδρασε σωστά. Ευτυχώς. Θα δυσαρεστήσει αρκετούς που θεωρούν ότι τα πάντα επιτρέπονται στον αντιδεξιό αγώνα, αλλά θα ικανοποιήσει πολλούς που έχουν μάθει αλλιώς. Και θέλουν την Αριστερά μαχόμενη με επιχειρήματα και μακριά από τους εκτοξευτήρες λάσπης. Ιδίως από εκείνους τους εκτοξευτήρες που εμφανίζονται με φίλιο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να αποξενώνουν από την Αριστερά πολίτες για τους οποίους τα θέματα ύφους και ήθους είναι ταυτοτικά της παράταξής τους.

Ένα θέμα είναι η κριτική στην κυβέρνηση για την προφανή σε όλους πλέον σπασμωδική προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης Λιγνάδη. Το ίδιο ισχύει για το ώριμο αίτημα να πάρει πόδι η κυρία Μενδώνη μετά μάλιστα τη συνέντευξη-καταστροφή στην οποία απεκήρυξε κατόπιν εορτής την επιλογή της για το Εθνικό Θέατρο, αλλά προσπάθησε να διασωθεί πίσω από το γνωστό «δεν γνώριζα». Στην πολιτική, όμως, δεν υπάρχει «δεν γνώριζα».

Ισχύει ο κανόνας της αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης που ακολουθεί την αρμοδιότητα. Αν δεν την αναλάβει η Υπουργός για πράξεις ή παραλείψεις δικές της, την αναλαμβάνει ο πρωθυπουργός, δεν υπάρχει ορφανή πολιτική ευθύνη. Για αυτό πιστεύω ότι είναι λίγα τα ψωμιά της κυρίας Μενδώνη. Αν όχι τώρα, με πρώτη ευκαιρία θα αποπεμφθεί. Μέχρις εδώ όλα κινούνται μέσα στο πλαίσιο μιας θεμιτής αντιπαράθεσης.

Εκτός της πολιτικής υπάρχει και ποινική διάσταση. Κυρίως ποινική, και θα είναι ευχής έργο να κινηθεί γρήγορα η δικαιοσύνη για να μην ευτελιστεί μια υπόθεση σοβαρή και ποικιλόμορφη όπως το ελληνικό me too, που άπτεται της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αναδεικνύει ζητήματα κατάχρησης εξουσίας.

Η υποβάθμιση και ο ευτελισμός αυτής της υπόθεσης θα επιδιωχθεί από την αξιοποίησή της εκ μέρους εκπομπών και εντύπων με επιδόσεις κλειδαρότρυπας, όπου θα χάνονται τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και τη συκοφαντία, ενώ θα τροφοδοτείται και ένα κύμα νεοπουριτανισμού. Αυτή είναι μια διάσταση λίγο-πολύ αναπόφευκτη, αναμενόμενη και τελικά αντιμετωπίσιμη.

Το πρόβλημα όμως θα οξυνθεί αν οι πολιτικές δυνάμεις υποκύψουν στις κραυγές διαφόρων φανατικών και εντάξουν στην κομματική αντιπαράθεση ένα μεγάλο και με πολλές παράπλευρες εκδοχές και επιπτώσεις θέμα. Αν, δηλαδή, μετατραπεί σε καλλιστεία ηθικολογίας, όπου οι πολιτικές ηγεσίες θα συναγωνίζονται και η μία θα εγκαλεί την άλλη.

Ούτως η άλλως, το θέμα που έχει δυναμικά προκύψει -με μια καθυστέρηση, όπως συνήθως συμβαίνει στη χώρα μας- είναι πολυπαραγοντικό και σύνθετο, αναδεικνύει υπαρκτές εδώ και χρόνια αλλά επιμελώς καμουφλαρισμένες πυορροούσες καταστάσεις. Η αντιμετώπισή του δεν είναι μόνο θέμα νομοθετικών ρυθμίσεων, απαιτεί αλλαγές συμπεριφορών και προτύπων. Θέλει χρόνο και επιμονή. Μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά, μπορεί να σβήσει σαν πυροτέχνημα, να πνιγεί μέσα σε ένα κύμα καταγγελιών και κουτσομπολιών. Ακριβώς επειδή δεν πρέπει να συμβεί το δεύτερο, τα πολιτικά κόμματα, οι υπεύθυνοι και με αξιόπιστο λόγο μαζικοί φορείς, όσοι έχουν δημόσιο λόγο οφείλουν να είναι πολύ προσεκτικοί και μετρημένοι.

Από τη συνέχιση της κομματικής αντιπαράθεσης σε ηθικολογική βάση και με υπόστρωμα χυδαιότητας -ακόμα και αν γίνεται από αυτόκλητους παρατρεχάμενους- θα ενισχυθεί το υπάρχον ρεύμα πολιτικού κυνισμού, η διαδεδομένη αντίληψη ότι όλοι ίδιοι είναι. Αυτό θα είναι πλήγμα για τη δημοκρατία και ήττα για την Αριστερά. Δεν είναι το δικό μας γήπεδο. Δεν το αντέχουμε.